- ηνιοχικος
- ἡνιοχικός3обладающий мастерством возницы
(εἶδος ψυχῆς Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἶδος ψυχῆς Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἡνιοχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνιοχικός — ή, ό (AM ἡνιοχικός, ή, όν) [ηνίοχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική η τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμα μσν. αρχ. ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο… … Dictionary of Greek
ἡνιοχικώτερον — ἡνιοχικός of adverbial comp ἡνιοχικός of masc acc comp sg ἡνιοχικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικῶν — ἡνιοχικός of fem gen pl ἡνιοχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικόν — ἡνιοχικός of masc acc sg ἡνιοχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικοί — ἡνιοχικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικούς — ἡνιοχικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικῆς — ἡνιοχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικῇ — ἡνιοχικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχικέ — ἡνιοχικός of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχική — ἡνιοχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)